Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Κονδυλώματα του Πρωκτού

  • Τα κονδυλώματα αποτελούν μια αρκετά συχνή νόσο της περιγεννητικής περιοχής που εμφανίζονται με τη μορφή ποικίλου σχήματος, μεγέθους και χροιάς, ανώμαλων οζιδίων.
  • Συνήθως τα οζίδια αυτά είναι λευκωπά ή εξέρυθρα, μικρού μεγέθους (φακής) που στην πορεία  αυξάνονται σε μέγεθος και αριθμό και καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση.
  • Οφείλονται σε χρόνια λοίμωξη του πλακώδους επιθηλίου του δέρματος από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), που αποτελεί μια μεγάλη οικογένεια περίπου 80 συγγενών ιών.
  • Η μόλυνση αφορά τα γεννητικά όργανα, την περιγεννητική περιοχή, την περιπρωκτική περιοχή και το επιθήλιο του πρωκτικού σωλήνα.
  • Αποτελούν τεκμηριωμένο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου της περιοχής.

Η Διάγνωση  των κονδυλωμάτων του πρωκτού γίνεται πάντα με το συνδυασμό της προσεκτικής επισκόπησης της περιπρωκτικής περιοχής και της πρωκτοσκόπησης που είναι απαραίτητη για την ανάδειξη βλαβών που βρίσκονται μέσα στο πρωκτικό κανάλι και δεν είναι ορατά με την απλή επισκόπηση.

Ειδικές ομάδες πληθυσμού που πρέπει να ελέγχονται με πρωκτοσκόπηση είναι οι εξής :

  1. Ασθενείς με κονδυλώματα γεννητικών οργάνων ή περιγεννητικής ή περιπρωκτικής περιοχής
  2. Ασθενείς με HIV λοίμωξη
  3. Άτομα υψηλού κινδύνου συχνές πρωκτικές επαφές με διαφορετικούς σεξουαλικούς συντρόφους

Η Αντιμετώπιση  των κονδυλωμάτων του πρωκτικού σωλήνα γίνεται στη Γαστρεντερολογική Μονάδα, όπου με τον ασθενή σε επαρκή καταστολή και αναλγησία γίνεται δια του πρωκτοσκοπίου άμεση καταστροφή του παθολογικού ιστού με εφαρμογή ηλεκτροθερμοκαυτηριασμού επί των βλαβών.

Πάντα προηγείται κυτταρολογική εξέταση με ειδική βούρτσα προς αποκλεισμό ανάπτυξης δυσπλαστικών αλλοιώσεων ή καρκίνου.

Συνήθως απαιτούνται 1-3 συνεδρίες για την πλήρη καταστροφή του παθολογικού ιστού.

Απαραίτητη είναι η επανεξέταση με πρωκτοσκόπηση σε χρόνο 4-6 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας για τον έλεγχο υποτροπής.

Στην Γαστρεντερολογική Μονάδα  ENDOGAST όλες οι θεραπευτικές συνεδρίες γίνονται παρουσία Αναισθησιολόγου με στόχο την βέλτιστη ανοχή της διαδικασίας υπό συνθήκες επαρκούς καταστολής και αναλγησίας, που εξασφαλίζουν την επάρκεια της επέμβασης και την ελαχιστοποίηση του πόνου και της δυσφορίας του ασθενούς.